κήπευσις

κήπευσις
(-εως) η возделывание садов, огородов, выращивание чего-л. в саду

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κήπευσις" в других словарях:

  • κήπευση — η (Μ κήπευσις) [κηπεύω] η καλλιέργεια τού κήπου, η μεταβολή αγρού σε κήπο με ειδική καλλιέργεια νεοελλ. 1. η υλοτομία τών παλαιών ή μισόξερων δένδρων που αποβλέπει στην αραίωση ήμερου, καλλιεργούμενου δάσους 2. η καλλιέργεια άγριων φυτών σε κήπο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»